Τρίτη 3 Μαρτίου 2015



 Παναγιώτου Ελευθερία Α4          
 Η Καλυψώ

ΤΕΧΝΗ

   Η Καλυψώ παρουσιάζεται σε πολλά έργα τέχνης, συμπεριλαμβανομένων και πίνακες οι οποίοι φτιάχτηκαν από σπουδαίους καλλιτέχνες. Πολλοί ζωγράφοι ασχολήθηκαν με την παρουσία της στη μυθολογία κατά την πάροδο του χρόνου. Από την αρχαιότητα έως την αναγέννηση αλλά και τα νεότερα χρόνια, αξιοθαύμαστες προσπάθειες σημειώνονται για την αποτύπωση της Καλυψώς μέσω της έμπνευσης από πλούσιες και αρχοντικές γυναίκες στην πάροδο του χρόνου. Συνήθως, η Καλυψώ παρουσιάζεται είτε με τον Οδυσσέα είτε μόνη της στην μορφή νύμφης.
  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ



    Η Καλυψώ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης νεοελλήνων ποιητών. Πολλοί έγραψαν για την Καλυψώ και τον Οδυσσέα, για την τραγικότητα της νύμφης Καλυψώς, που κοιτάζει τον αγαπημένο της να θρηνεί για μια θνητή και θέλει να φύγει.  Θα ζήσει κι αυτή το δράμα της απόρριψης, σαν να ήταν θνητή. Και βέβαια, δεν την ενδιαφέρει καθόλου αν είναι θεά ή θνητή σ' αυτή την περίπτωση. Μερικά από από αυτά ποιήματα είναι τα εξής:

Το τραγούδι της Καλυψώς [απόσπασμα]

Το ευρύχωρο άντρο, γιόμιζεν από τα κυπαρίσσια
Μιαν ήρεμη ευωδιά –
Κι από των ξέρρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια
Πνοήν, η θεία βραδυά.
                                                              
Έτσι, ως μπροστά της έπλεχε, μιά κι’ άλληνε πλεξούδα,
Γιομάτη και χρυσή,
Αργά, το ηλιοβασίλεμμα, η Νύφη, ορτή, τραγούδα
Και βόγγαε το νησί.

Και καθώς πλέρια στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νάμπει,
Στο γέρσιμο του Ηλιού,
Μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει
Στο διάνεμα πουλιού –

Κι’ απ’ την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα,
Αν την ακουμπά ο κρουνός,
Άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα
Και κόσμος εαρινός

Μ’ ανεβρυτό περνάει φτερό κι ανεβοκατεβαίνει
Στη φλόγινη αστραπή
Χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη
Διαβατική σιωπή –

Κι όπως, αν γύρει στ’ ανοιχτά, σε πέλαγο ή σε κάμπο,
Τα πάντα διαπερνά,
Τα ξερά ‘γκάθια διάφωτα με κρουσταλλένιο λάμπο
Σαλεύουν φωτεινά,

Τ’ άσπρα τα πέλαα των σταχυών και τα βουνά, τελειώνει
Με διαμαντένια ακμή –
Κ’ αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι
Γλιστράει κάθε στιγμή,

Τ’ άγριο το κύμα, ως τάλογο, που ωρτώθη στα καπούλια
Κρεμάει – κι’ από ψηλά,
Σα βρύση αφίνει τον αφρόν, από άμετρα κανούλια,
Φλογάτος να κυλά,

Έτσι, απ’ την άκρατη λαμπρή φωνήν, ό,τι διαβαίνει,
Διαβαίνει δίχως σκιά
Και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει
Που τραγουδά η Θεά –

Και μ’ άγνωρο βαθύ παλμό τριγύρα σταματάνε
Στη βαθουλή σπηλιά,
Τ’ αλάφια Διοκαταίβατα, να ποτιστούνε ως πάνε
Και τα τρανά πουλιά,

«Λαμπρέ θνητέ σε χαιρετώ∙ – Σου θέρισε, σα στάχυα
Τα κύματα μακριά
Η ευκή μου∙ και τραβήχτηκε, πάνω απ’ τα μαύρα βράχια
Η θλιβερή σου σκιά.

Με το καλόν οπ’ ώφυγες και πια δε σου προσμένω
Τα μέλη τα γερά,
Οπ’ ώσβυνα τον πόθο σου, σα σίδερο αναμμένο
Μέσα στα κρύα νερά –

Μαζί σου, αν γεύτηκα, θνητέ, της γης αδρό σα μέλι
Στη βαθουλή σπηλιά,
Των Ολυμπίων τον έρωτα κι αν ένιωσες στα μέλη
Σε αργόπορη αγκαλιά,

Δε χάρηκες μ’ ελεύτερη καρδιά, με αστρίτη μάτι,
Τη θεϊκή μου ορμή
Που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου – κι’ η νοσταλγία σ’ επάτει,
Για μιας θνητής κορμί;
Άγγελος Σικελιανός


ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ 

Σαν ένας παίχτης που μοιράζει τα χαρτιά
σ’ ένα καρέ χωρίς καθόλου να ’χει ρέντα
εσύ με ρέστα ένα πάσο μου ζητάς
κι εγώ ποντάρω τη ζωή μου για μια κέντα.

Μη με κρατάς στην αγκαλιά σου με τα μάγια
άσε με ελεύθερο να φύγω κι ας χαθώ.
Εμένα η μοίρα μου όταν έριχνε τα ζάρια
είχε μαλώσει το πρωί με το Θεό.

Μη μου ζητάς λοιπόν να μείνω να σωθώ
μην προσπαθείς με κόλπα εδώ να με κρατήσεις
εγώ στους δρόμους έχω μάθει να γυρνώ
κι εσύ γυρεύεις έναν ώμο να ακουμπήσεις.

Σαν το θηρίο που είναι μέσα στο κλουβί
και σε κοιτάζει με δυο μάτια λυπημένα
εσύ νομίζεις πως του σώζεις τη ζωή
κι αυτό το λειώνει το μαράζι κάθε μέρα.
Κώστας Καρτελιάς
(Μελοποιημένο από το Μίκη Θεοδωράκη)


Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ

Το σώμα σου ως ναός φεγγοβολάει,
στο βράχο ορθό κι ολάσπρο σαν το χιόνι.
Τις απλωτές μαγνιές σου μόνο οι χρόνοι
σαλεύουν, σαν οι αύρες τα πελάη.

Μα εντός μου εμένα αίμα θνητό κυλάει,
που πάθη αρχαία το καιν, μίση και πόνοι.
Κι η αθανασία που τάζεις, το παγώνει
κι αναριγάω στο πέτρινό σου πλάι.

Θέλω να φύγω. Του θανάτου η μοίρα
είναι στα κόκκαλά μου ριζωμένη.
Από του Ολύμπου με τραβάει τη θύρα

η ζωή του ανθρώπου η χιλιοπικραμένη.
Λύσε με πια απ’το δίχτυ σου το πλάνο,
να ζήσω, να παλαίψω, να πεθάνω.
Λ. Αλεξίου

ΚΑΛΥΨΩ

Καλυψώ, αθάνατη, στο βλέμμα αμβροσία,
ομορφιά σαν έρωτας, νέκταρ θεϊκό,
σε μέθυσε με πόθο κι εσένα η Κυπρίδα
και σκλαβώθηκες, θεά, σε ναυαγό θνητό...

Αιώνια νιότη, έλαμπες σαν Ωγυγία
μες στου Ποσειδώνα την αβυσσαλέα οργή
κι ήσουν παράδεισος απάνεμος για τον ξένο,
τον Οδυσσέα, της Τροίας τον κατακτητή.

Καλυψώ, θεά, σε νίκησε κοινή θνητή
ύφασμα ξεθωριασμένο, του χρόνου λεία.
Δε σού ’φτασε η ομορφιά κι ένας παράδεισος
για να κερδίσεις της αγάπης σου την Ωγυγία.

Καλυψώ, σε βλέπω μόνη στον παράδεισό σου
να θρηνείς, της Ιθάκης γυρεύοντας καπνό,
και να μυρίζεις τ’ άνθη που άγγιζε ο θνητός
σα νά ’λεγε στην Πηνελόπη «σ’ αγαπώ».

Αιώνια μόνη, δε βρήκες άλλον Οδυσσέα
μ’ αγάπη να μυρώσεις την αθάνατη ψυχή.
Τι σκληρά σου φέρθηκε ο μύθος, Καλυψώ,
στην Ωγυγία που ζήλευαν ακόμη κι οι θεοί...

Βασίλης ΚομπορόζοςΤο τραγούδι της Καλυψώς [απόσπασμα]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου