Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019



ΜΥΚΗΝΕΣ- συνθήκες ζωής
Οι Μυκηναίοι έδειχναν επίσης ιδιαίτερη φροντίδα για την υγιεινή του σώματος και τον καλλωπισμό τους. Από τους καταλόγους αντικειμένων στις πινακίδες αλλά και από τα ανασκαφικά ευρήματα γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούσαν καλλυντικά και ειδικά σκεύη για το λουτρό. Στις πινακίδες γίνεται ειδική μνεία σε μια μεγάλη ποικιλία από αρωματικά έλαια, τα οποία, αφού συσκευάζονταν σε ειδικά δοχεία, εξάγονταν σε αρκετά μεγάλη κλίμακα. Τα εργαλεία καλλωπισμoύ, φτιαγμένα συνήθως από χαλκό και σπανιότερα από ελεφαντόδοντο συνόδευαν μερικές φορές τους νεκρούς στον τάφο. Έτσι, ανάμεσα σε άλλα κτερίσματα βρίσκονται ξυράφια, τριχολαβίδες, καθρέπτες και χτένες.
Μία ομάδα αρχαιολογικών ευρημάτων όπως η χρωματισμένη ασβεστολιθική μάσκα από τις Μυκήνες και ένα σύνολο από πήλινα ειδώλια μαρτυρούν ότι οι Μυκηναίες, όπως άλλωστε και οι Μινωίτισσες έβαφαν τα μάτια, τα χείλη και άλλα σημεία του προσώπου τους. Οι ενδείξεις αυτές προέρχονται μέχρι τώρα μόνο από ευρήματα με θρησκευτικό περιεχόμενο, οδηγώντας έτσι στο συμπέρασμα ότι το βάψιμο του προσώπου δεν είχε απλό διακοσμητικό αλλά τελετουργικό χαρακτήρα.

Γυναικεία ένδυση τη Μυκηναϊκή εποχή:

Η γυναικεία μυκηναϊκή ενδυμασία αποδίδεται συχνά και με αρκετές λεπτομέρειες στις παραστάσεις των τοιχογραφιών και στα σφραγιστικά δαχτυλίδια. Στις περισσότερες από αυτές τις παραστάσεις το γυναικείο ένδυμα δε διακρίνεται σχεδόν καθόλου από το μινωικό. Αποτελείται όπως και αυτό από ένα στενό περικόρμιο που άφηνε ελεύθερο το στήθος, μια μακριά φούστα με βολάν και μια ποδιά. Το ένδυμα αυτό ήταν πάντοτε διακοσμημένο στις παρυφές και στις ραφές του με χρωματιστές υφαντές ταινίες, οι οποίες κοσμούσαν και ταυτόχρονα στερέωναν το ύφασμα. Παρά τη μεγάλη ομοιότητά τους με τα μινωικά, η πιο ουσιαστική διαφορά είναι ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα χρησιμοποιούνται απλούστερα υφάσματα που διαφέρουν από τα μινωικά στην εκζήτηση και στην εκτέλεση των υφαντικών σχεδίων. Συχνά τα ενδύματα ανήκαν στο μινωικό τύπο, αλλά ήταν μονόχρωμα ή διακοσμημένα με απλά σχέδια.
Παράλληλα παρατηρούνται και ορισμένες τοπικές ιδιομορφίες, όπως η χρήση ενός ορισμένου είδους υφάσματος με θηλιές, που φαίνεται ότι ήταν περισσότερο διαδεδομένο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Και ενώ οι περισσότερες εικονιστικές παραστάσεις δείχνουν την ενδυμασία να κινείται στην τροχιά της μινωικής μόδας, τα πήλινα γυναικεία ειδώλια προδίδουν μια σύγχρονη αλλά εντελώς διαφορετική ενδυματολογική παράδοση. Αυτές οι μορφές είναι ντυμένες με ένα μακρύ και ευρύχωρο χειριδωτό χιτώνα.
 Δεδομένου ότι τα μινωικά ενδύματα ήταν ένα είδος που είχαν εισάγει οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις, θεωρείται πιθανό ότι ο μακρύς χιτώνας αντικατοπτρίζει μία παλαιότερη ενδυματολογική παράδοση της Στερεάς Ελλάδας, η οποία λόγω της έλλειψης απεικονίσεων δεν είχε μέχρι τότε διασωθεί στην τέχνη. Η συνάντηση των δύο αυτών ενδυματολογικών τάσεων στη Μυκηναϊκή Ελλάδα μπορεί ακόμα να σημαίνει ότι τα ενδύματα του μινωικού τύπου ήταν μια συνειδητή διαφοροποίηση του ενδύματος των ευγενών από εκείνο του λαού ή ότι αντιπροσώπευαν ενδύματα που φοριούνταν μόνο σε ορισμένες περιστάσεις ή μόνο κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών.



   Ανδρική ένδυση τη Μυκηναϊκή εποχή:
Αντίθετα από τη γυναικεία ενδυμασία που εμφανίζεται συχνά ως μια πιστή αντιγραφή της μινωικής, η ενδυμασία των ανδρών ήταν τελείως διαφορετική από τους τύπους του μινωικού ζώματος. Οι μυκηναίοι άντρες φορούσαν ένα χειριδωτό χιτώνα που έφτανε συνήθως μέχρι τα γόνατα και ήταν φτιαγμένος από δύο κομμάτια υφάσματος. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούνταν ήταν συνήθως μονόχρωμα ή είχαν αραιά επαναλαμβανόμενα υφαντικά μοτίβα. Στις παρυφές και στις ενώσεις των χιτώνων ήταν ραμμένες υφαντές ταινίες, που δημιουργούσαν μια έντονη χρωματική αντίθεση με το υπόλοιπο ένδυμα. Το ανδρικό μυκηναϊκό ένδυμα ήταν προσαρμοσμένο στις κλιματικές συνθήκες της ηπειρωτικής Eλλάδας, αλλά ανταποκρινόταν καλύτερα και στις αγαπημένες ασχολίες των Μυκηναίων, κάλυπτε τον επάνω κορμό προστατεύοντας από το ψύχος, αλλά ήταν κοντό και φαρδύ για να διευκολύνει τις κινήσεις στο κυνήγι και στις μάχες. Οι χιτώνες των κυνηγών και των πολεμιστών ήταν ακόμη πιο κοντοί και κατέληγαν συχνά σε κρόσσια. Κατά μια άποψη, ο ανδρικός μυκηναϊκός χιτώνας ήταν το κοινό ένδυμα των ινδοευρωπαίων κατοίκων της ηπειρωτικής Ελλάδας που φοριούνταν από άντρες και γυναίκες πριν να εμφανιστούν οι μινωικές επιρροές. Σπανιότερα εμφανίζεται και ένας τύπος κοντού παντελονιού, όπως επίσης και το μακρύ αντρικό περίζωμα, η περιβολή με την οποία εμφανίζονται οι αντιπρόσωποι των αιγαιακών κρατών στις αιγυπτιακές τοιχογραφίες των Kεφτιού.
Οι άντρες ιερείς φορούσαν έναν παρόμοιο χιτώνα που ήταν όμως μακρύς. Οι ιερατικοί χιτώνες ήταν πολυτελείς και συχνά διακοσμημένοι με περίτεχνα υφασμένες χρωματιστές τρέσες. Σε μυκηναϊκές σφραγίδες συναντάται επίσης ένα χαρακτηριστικό είδος ιερατικού ενδύματος, το οποίο είναι γνωστό από τη θρησκευτική εικονογραφία της Κρήτης και της Μέσης Ανατολής. Αυτό ήταν ένα μακρύ κροσσωτό ύφασμα που τυλιγόταν πολλές φορές γύρω από το σώμα και φοριόταν επάνω από ένα απλό χειριδωτό χιτώνα.

Κοσμήματα
Στον τομέα της κοσμηματοτεχνίας οι Μυκηναίοι επηρεάστηκαν πολύ, όπως και στη περίπτωση της ενδυμασίας, από τους Μινωίτες. Τα συνηθέστερα είδη κοσμημάτων αυτής της εποχής ήταν τα διαδήματα, τα περιδέραια από διάφορες χάντρες, τα δαχτυλίδια, τα σκουλαρίκια και οι σφηκωτήρες μαλλιών. Για τη στερέωση των ενδυμάτων χρησιμοποιούνταν μακριές μεταλλικές περόνες με περίτεχνη κεφαλή και τα πιο πολυτελή από αυτά ήταν διακοσμημένα με επίρραπτα χρυσά ελάσματα και διάτρητα φύλλα.
Τα κοσμήματα αποτελούσαν κατεξοχήν αντικείμενα κύρους, γι' αυτό και η σπανιότητα των υλικών από τα οποία ήταν φτιαγμένα είχε μεγάλη σημασία για τις ανώτερες τάξεις. Για το λόγο αυτό οι Mυκηναίοι εκτός από ευτελή υλικά στην κατασκευή κοσμημάτων, όπως η φαγεντιανή, ο χαλκός και ο ορείχαλκος, χρησιμοποιούσαν και πολύτιμες πρώτες ύλες εισηγμένες από μακρινές χώρες: χρυσό και ορεία κρύσταλλο από την Αίγυπτο, λαζουρίτη από το Αφγανιστάν, ελεφαντόδοντο από τη Συρία και ήλεκτρο από τη Βαλτική. Iδιαίτερη  σημασία έχουν τα δαχτυλίδια που μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τις καλλιτεχνικές τάσεις και την εικονογραφία της Μυκηναϊκής εποχής. Η σφενδόνη τους ήταν κατασκευασμένη από ημιπολύτιμους λίθους και έφερε συχνά ανάγλυφη διακόσμηση. Κατά τις πρώιμες περιόδους της Υστεροελλαδικής εποχής χρησιμοποιήθηκαν σκληρά πετρώματα, όπως ο αμέθυστος, ο καρνεόλης, ο σάρδιος και ο αιματίτης. Οι γυναίκες και οι άντρες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων φορούσαν σφραγιστικά δαχτυλίδια και κρίκους κατασκευασμένους συνήθως από χρυσό, ασήμι ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Τα θέματα των παραστάσεων είχαν κοσμικό ή θρησκευτικό περιεχόμενο, ενώ η διάταξη των θεμάτων προδίδει ανατολικές επιρροές.

                   


Φορούν επίσης δακτυλίδι με ελλειψοειδή σχήματα και χαραγμένες παραστάσεις, σκουλαρίκια, βραχιόλια που μεγαλώνουν ή μικραίνουν ανάλογα με τη διάμετρο του χεριού, προτιμούν χάνδρες για τα περιδέραια, τα βραχιόλια και τα διαδήματα σε απλά γεωμετρικά σχήματα και σχηματοποιημένες απομιμήσεις διαφόρων προτύπων του ζωικού, φυτικού και θαλάσσιου βασιλείου. Υπάρχει ακόμη μία χαρακτηριστική ποικιλία από χρυσές χάντρες, με κυλινδρική επιφάνεια. Από την ανώτερη τάξη δεν έλειπαν οι χρυσές ταινίες που συγκρατούσαν τα μαλλιά τους, τα στεφάνια με διάκοσμο από πολύτιμες πέτρες, τα διαδήματα, οι χρυσές καρφίτσες και οι περόνες που συγκρατούσαν το χιτώνα τους.

 Μυκηναϊκά τα κοσμήματα, Αιγυπτιακό το χρυσάφι.
Το χρυσάφι που στόλιζε την Κλυταιμνήστρα και τις άλλες καλοκυράδες των Ατρειδών προερχόταν από κοιτάσματα της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας. Στη διαπίστωση αυτή κατέληξαν Γάλλοι επιστήμονες με βάση μια ειδική έρευνα πάνω στα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένα χρυσά σκεύη και κοσμήματα. Μέσα από αυτή την έρευνα τεκμηριώνονται οι δρόμοι του χρυσού και των σπουδαίων επενδύσεων της εποχής, οι εμπορικές σχέσεις και οι ανταλλαγές αγαθών.  Ωστόσο, προ καιρού ήρθε συνεργείο του Λούβρου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και εξέτασε χρυσά από τις Μυκήνες και την ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας. (από τον  ημερήσιο τύπο)
Η  Ενδυμασία ΜΕΤΑ τους ομηρικουσ χρονουσ


   
Τα ρούχα των αρχαίων Ελλήνων
Τα ρούχα των αρχαίων Ελλήνων ράβονταν και φοριούνταν πολύ εύκολα. Συνήθως ήταν ένα τετράγωνο κομμάτι υφάσματος που δε χρειαζόταν ιδιαίτερη δουλειά για να φτιαχτεί. Η  γυναικεία φορεσιά είχε έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, η ανδρική ήταν περισσότερο λιτή και πρακτική.
Το πιο συνηθισμένο ένδυμα που φορούσαν  γυναίκες  και άνδρες έμοιαζε με μακριά πουκαμίσα και λεγόταν πέπλος  ή χιτώνας. Πάνω απ’ αυτό φορούσαν ένα μανδύα που λεγόταν ιμάτιο. Το ιμάτιο ήταν ένα τετράγωνο ύφασμα, συνήθως μάλλινο, το οποίο έφεραν οι άνδρες κατάσαρκα και ενίοτε πάνω από τον χιτώνα, οι δε γυναίκες πάντοτε σχεδόν ως πανωφόρι, πάνω από τον χιτώνα ή τον πέπλο. Καθιερώθηκε τον Ζ΄ π. Χ. αιώνα από την Ιωνία και θεωρείται ανατολικής προέλευσης.
Μέχρι τα μέσα του ΣΤ΄ αιώνα το φορούσαν στον αριστερό  ώμο λοξά από μπροστά προς τα πίσω.  Ενίοτε όμως, ιδίως από τις γυναίκες, περνούσαν το ιμάτιο κάτω από τη δεξιά μασχάλη, το έριχναν  πάνω από το δεξιό ώμο και  άφηναν ακάλυπτο το μπροστινό μέρος του σώματος. Και στις δύο περιπτώσεις αυτός ο τρόπος ενδύσεως λέγονταν «επιδέξια αναβάλλεσθαι». Από δεξιά προς τα αριστερά έφεραν συνήθως το ιμάτιο οι βάρβαροι και οι δούλοι. Από τα μέσα του Ε΄ αιώνα, το ιμάτιο γίνεται στενότερο ενώνεται  με πόρπες και σχηματίζει κομψότατες πτυχές. Στην αρχή ο τρόπος αυτός επικρατούσε στην ανατολική Ελλάδα (ευρήματα Δορυλαίου, Κλαζομενών, Δήλου κ.ά.). Από τις αρχές του Δ΄ αιώνα ιμάτιο φέρουν μερικές φορές και έφηβοι. Οι δε άνδρες, και από προηγούμενους χρόνους, συνηθίζουν να καλύπτουν και τους δύο ώμους  με το ιμάτιο και κρατούν τις δύο άκρες με το αριστερό χέρι. Έτσι η δεξιά πλευρά, που πριν ήταν ελεύθερη, τώρα καλύπτεται και ο τρόπος αυτός καλούνταν «εντός την χείραν έχειν».
            Από την ελληνιστική όμως εποχή αυτό γίνεται πολυτελέστατο (πορφυρό, χρυσοποίκιλτο). Το ελληνικό ιμάτιο σε ευρύτερη κλίματα χρησιμοποιήθηκε στην Ετρουρία, και στη Ρώμη  αργότερα δε γίνεται ισότιμο με την Ρωμαϊκή αμφίεση. Το ιμάτιο που είχε εισαχθεί στην Ρώμη από τον 3Ο αι π.Χ.. περιφρονούνταν και οι πολίτες που έφεραν αυτό καλούνταν graeci palliati. Ο Σκηπίων ο Αφρικανός, ο Ραβίριος, ο Ουέρρης κ.ά. κατηγορήθηκαν δημόσια ότι έφεραν το ελληνικό ιμάτιο.



 Παρεμφερής με το ιμάτιο ήταν ο πέπλος. Πέπλος κατά τους αρχαίους χρόνους καλούνταν το περίβλημα ή επίβλημα, το οποίο διέφερε από τη χλαμύδα ως ευρύτερο και από το ιμάτιο ως μεγαλύτερο, ωραιότερο και πολυτελές. Κατά τους ομηρικούς χρόνους ήταν γυναικείο ένδυμα, ύφασμα πολύπτυχο, πολυτελές μάλλινο έγχρωμο, πλατύ, αχειρίδωτο, άφηνε τους βραχίονες γυμνούς, συγκρατούνταν από τους ώμους με πόρπες και έφθανε μπροστά μέχρι τη βάση των ποδιών και το πίσω μέρος σέρνονταν στο έδαφος.
 Τέτοιον πέπλο έφεραν οι Τρωάδες «ελκεσίπεπλοι» (Ομ. Ιλ. Ζ 442) και η Ελένη «τανύπεπλος» (Ομ. Οδ. δ 305). Κατά τον Όμηρο αναγράφεται ο πέπλος ως «ποικίλος» που ήταν κεντητός (Ιλ. Ε 735), «παμποίκιλος», ολοκέντητος (Ιλ. Ζ 289), αναφέρονται πολλά επίθετα όπως: «κυανόπελος», «κροκόπεπλος» κ.λπ. Από τα έργα τέχνης αλλά και από τις γραπτές πηγές αρχαίων ποιητών και συγγραφέων φαίνεται πως ο πέπλος φορεμένος συγκρατούνταν από πόρπες. Μπορεί επίσης να συγκρατείται με ζώνη, από όπου και τα επίθετα του Ομήρου «βαθύζωνος» (Ιλ. Ι 594, Οδυσ. Γ 154 κ.ά.), «εύζωνος» (Ζ 467 κ.ά.) ενώ στο στήθος το ύφασμα προσέπεφτε διπλό ως «απόπτυγμα». Με τον πέπλο κάλυπταν πολλές φορές όχι μόνο το σώμα αλλά και το κεφάλι. Τέτοιον πέπλο έφεραν συνήθως κατά τις κηδείες ή και κατά τους γάμους, όταν η νύφη ενδεδυμένη με λαμπρό πέπλο παραδίδονταν στο σύζυγο στην πόρτα του νυφικού θαλάμου. Με αυτό καλυμμένη περιγράφεται από τον Όμηρο η «κροκόπεπλος Ηώς» (Ιλ. Θ 1, Ψ 227) και από τον Ευριπίδη η «μελάμπεπλος Νυξ» (Ίων. 1150). Οι πτυχές  σχηματίζονταν μέσω του σιδερώματος ή του ραψίματος, όπως οι σύγχρονοι πλισέδες.
            Κατά τους ιστορικούς χρόνος ο πέπλος ήταν το κυρίως ελληνικό ένδυμα, όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ανδρών, είδος μανδύα, με τον οποίο ήταν δυνατό να καλυφθεί όλο το σώμα, το κεφάλι, το πρόσωπο και τα χέρια. Στους πέπλους υφαίνονταν ποικίλες και θαυμαστές παραστάσεις αλλά η αρχή της τέχνης αυτής της υφάνσεως ήταν ανατολική (Ευριπ. Ίων. 1159). Οι άριστα βαμμένοι και κεντημένοι πέπλοι κομίζονταν από την Τύρο και τη Σιδώνα (Ιλιάδ. Ζ 289). Πολλές περιγραφές πέπλων έχουμε από τους ποιητές όπως ο Ευριπίδης (π.χ. Ίων 1141) ο οποίος  περιγράφει πέπλο με υφασμένο τον ήλιο, τη σελήνη, τους αστέρες. Μεταξύ διαφόρων άλλων άγρια θηρία και άλλες ποικίλες παραστάσεις που ανήκαν στο ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς.  Πέπλους δεν είχαν μόνον οι πλούσιοι ιδιώτες, αλλά και οι ναοί, τους οποίους προσέφεραν λατρευτές (Ιλ. Ζ 274). Τον πέπλο τον διατήρησαν οι Δωριείς μέχρι τον 5ο αιώνα, ο οποίος διατηρήθηκε και από τους Ρωμαίους, ενώ οι Ίωνες τον αντικατέστησαν με το λινό χιτώνα.

  Το λινό χιτώνα τον φορούσαν κατάσαρκα κυρίως  άντρες αλλά  και γυναίκες. Ο χιτώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κομμάτι πανί, με τρύπες για τα χέρια, που το έπιαναν στον έναν ώμο με πόρπη. Το μήκος του χιτώνα ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή. Στην αρχή ήταν πολύ μακρύς, μα αργότερα άρχισαν να τον σφίγγουν στη μέση με ένα κορδόνι και έτσι έφτανε ως τα γόνατα. Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και μανίκια.

Τα σημεία στο ύφασμα που ράβονταν, ήταν οι μακριές πλευρές καθώς και οι ώμοι. Έτσι ο χιτώνας σχημάτιζε μανίκια, τις χειρίδες, που ήταν κοντές και έφεραν κομβία. Ο χιτώνας με μανίκια ονομάζονταν χειριδωτός. Διακρίνονται δύο είδη του αρχαίου χιτώνα: ο ένας, ο φαρδύς, ήταν ραμμένος στην επάνω παρυφή, αφήνοντας ανοίγματα για το κεφάλι και τους βραχίονες ή ήταν κλεισμένος με μία σειρά από μικρά κουμπιά. Ο στενός χιτώνας απ' την άλλη ήταν εντελώς κλειστός στην επάνω πλευρά, με εξαίρεση το άνοιγμα για το κεφάλι, ενώ τα ανοίγματα για τους βραχίονες βρίσκονταν στο επάνω μέρος των πλαϊνών πλευρών. Στο στενό χιτώνα από την άλλη οι χειρίδες έπρεπε να ραφτούν ξεχωριστά.

Η χλαμύδα ήταν αποκλειστικά ανδρικό ρούχο. Συνήθως ήταν πιο κοντή από το ιμάτιο. Το ύφασμα διπλωνόταν μία φορά καθέτως και στερεωνόταν στο δεξιό ώμο με πόρπη ή περόνη, ώστε να καλύπτεται ο αριστερός βραχίονας από την κλειστή πλευρά του υφάσματος, με το δεξιό τελείως ακάλυπτο. Η χλαμύδα ήταν περισσότερο ένδυμα των εφήβων, των ταξιδιωτών και των στρατιωτών.
Καμιά Αθηναία σεβόμενη τον εαυτό της δεν έβγαινε από το σπίτι μόνο με τον εσθήτα της, χωρίς το ιμάτιον, που το έλεγαν και αμπεχόνιον και που συχνά ανέβαινε πάνω από τον τράχηλο και της σκέπαζε το κεφάλι μ’ ένα είδος κουκούλας. Αυτό ήταν το μόνο «καπέλο» που χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίες, μολονότι για την προστασία του κεφαλιού τους από τον ήλιο, στις πολύ καφτερές μέρες, έπαιρναν μαζί τους σκιάδια, δηλαδή ομπρελίνα. Μπορούμε να υποθέσουμε πως οι Αθηναίες έκαναν συχνότερα χρήση χρωματιστών υφασμάτων από τους άντρες: η γυναικεία εσθής ήταν αρχικά λευκή, αλλά μαζί με την ευημερία και την εισβολή των ασιατικών τρόπων εισβάλανε στην Αθήνα και τα χρώματα: βυσσινί, κροκάτο, μήλινο, ουρανί, (αέρινον) και εμπριμέ (υδάτινον ή υδροβαφές). Φορούσαν επίσης την κυπασσίδα, κομψότατο ημίπαλτο που κούμπωνε μπροστά, και οι πλουσιότερες τον πέπλον, που ήταν το ωραιότερο γυναικείο ρούχο, αφού μ’ αυτό έντυναν και την Αθηνά, την ημέρα των Παναθηναίων. Όταν οι γυναίκες έβγαιναν στο δρόμο φορούσαν ένα μακρύ πέπλο, το "κρήδεμνο" που το τύλιγαν επιδέξια γύρω τους, σκέπαζαν το κεφάλι τους και άφηναν την άκρη να πέφτει ελεύθερη. Παρά την αρχή της ελευθερίας του σώματος, δεν ήταν άγνωστη στις Αθηναίες η χρήση του στηθόδεσμου, όπως μας πληροφορεί ο λεξικογράφος του 2ου αιώνα Πολυδεύκης: «… το δε των μαστών των γυναικείων ζώσμα ταινίαν ωνόμαζον και ταινίδιον». Άλλες ονομασίες του ήταν: απόδεσμος, μίτρα, αλλά και στηθόδεσμος, όπως εξακολουθεί να λέγεται σήμερα.

         


ΧΡΩΜΑΤΑ- ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΠΟΛΕΩΝ
Παρ' ότι η υφαντική ήταν μία βασική οικιακή δραστηριότητα, δεν έλειπαν και τα διάφορα εργαστήρια υφαντουργίας που παρήγαγαν πολυτελή υφάσματα, σε διάφορα χρώματα, αλλά και διακοσμημένα με περίτεχνα σχέδια. Ονομαστά ήταν για παράδειγμα τα διάφανα υφάσματα της Λακωνίας και του Τάραντα, τα πολυτελή της Κορίνθου, των Μεγάρων και της Μιλήτου. Τα γυναικεία ενδύματα ήταν με ζωηρά χρώματα και τα υφάσματα που ύφαιναν στους αργαλειούς τους, τα έβαφαν με χρωστικές ουσίες που έπαιρναν από διάφορα φυτά. Συνήθως πιστεύουν ότι οι Έλληνες ντύνονταν στα λευκά, αλλά αυτή η γνώμη είναι εσφαλμένη. Η ενδυμασία ήταν κατασκευασμένη από υφάσματα με ζωηρά χρώματα, κάποτε μάλιστα από πολλά χρώματα, ειδικότερα η ενδυμασία των νέων: πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο. Οι άνδρες δεν φορούσαν ποτέ κίτρινο χρώμα.
Σε ορισμένες αρχαίες πόλεις υπήρχαν απαγορεύσεις σχετικά με το είδος των ενδυμάτων που έπρεπε να φοριούνται. Για παράδειγμα στις Συρακούσες μόνο οι εταίρες μπορούσαν να φορούν πολύχρωμα ρούχα. Ο Σόλων στην Αθήνα επέτρεπε η νύφη να έχει μέχρι τρία ενδύματα στην προίκα της, ενώ αυστηροί ήταν επίσης και οι κανονισμοί διαφόρων ιερών σε σχέση με την ενδυμασία. Σε κάποιες περιπτώσεις η ελληνική ενδυμασία δεχόταν τις διάφορες επιδράσεις των βαρβαρικών ενδυμάτων, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον κάνδυ στις απεικονίσεις του 5ου αι. στην Αθήνα, το μακρύ επανωφόρι με τις μακρές χειρίδες.
Στη Σπάρτη τα πολύχρωμα ρούχα ήταν χαρακτηριστικά των εταίρων, ενώ οι οπλίτες πολεμούσαν με πορφυρούς χιτώνες. Στη Βραυρώνα πάλι τα κορίτσια φορούσαν κροκωτούς χιτώνες, οι μέτοικοι στα Παναθήναια φορούσαν πορφυρά και οι Αθηναίοι λευκά. Οι ιερείς και οι ιέρειες φορούσαν συνήθως άζωστο χιτώνα και κάποτε από πάνω επενδύτη με πλούσια διακόσμηση, ρούχα λευκά, σπάνια πορφυρά. Οι Ελλανοδίκες στην Ολυμπία επίσης φορούσαν πορφυρά και στα Νέμεα σκούρα. Στις κηδείες φορούσαν μαύρο αλλά και χρώματα σκούρα, ενώ αντίθετα στο Άργος φορούσαν λευκά.
Γενικότερα στην καθημερινή ζωή τα ενδύματα ήταν απλούστερα, γεγονός που εξαρτιόταν βέβαια και από το επάγγελμα. Οι χειρώνακτες, οι άνθρωποι της υπαίθρου και οι δούλοι φορούσαν την εξωμίδα, οι αγρότες από πάνω φορούσαν την κατωνάκη με χοντρό μαλλί με παρυφή από προβιά, οι αλιείς τον φορμό από πλεκτή ψάθα και οι βοσκοί τη διφθέρα.

Καπέλα

Το κεφάλι έμενε ακάλυπτο. Οι Έλληνες φορούσαν κάλυμμα μόνο όταν έβγαιναν έξω απ' την πόλη για να προστατεύουν το κεφάλι τους από τη ζέστη και τη βροχή. Στους δρόμους της Αθήνας μπορούσε να συναντήσει κανείς με κάλυμμα μόνο ταξιδιώτες ή ανάπηρους.  Υπήρχαν ορισμένα είδη καλύμματος λευκά ή καφέ. ο πίλος ήταν ένα είδος καλύμματος από πίλημα με πολύ μικρούς γύρους ή και χωρίς γύρους και ο πέτασος ένα αληθινό καπέλο από πίλημα, ίσιο στην κορυφή, με μια κορδελίτσα. Η κορδελίτσα είχε σκοπό να σφίγγει καλά τον πέτασο κάτω από το σαγόνι ή να τον κρατάει όταν τον έβγαζαν και τον έριχναν πίσω στις πλάτες.



Χτενίσματα
Οι Έλληνες είχαν πυκνά μαλλιά. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. τα έκοβαν έτσι που να καλύπτουν το κεφάλι, αλλά να μη φτάνουν ως τους ώμους. Μερικοί κομψευόμενοι νεανίες, σαν τον Αλκιβιάδη είχαν μακρείς βοστρύχους χτενισμένους με φροντίδα. Οι αθλητές, αντίθετα, έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. Εκτός απ' τους κομψευόμενους νέους, βοστρύχους άφηναν και οι φιλόσοφοι, αυτό ήταν άλλωστε το διακριτικό τους γνώρισμα.






Οι γυναίκες έδιναν μεγάλη σημασία στην κόμμωσή τους. Έπλεκαν τα μαλλιά τους, τα έκαναν βόστρυχους και πλεξίδες, τα συγκρατούσαν με πολύχρωμες ταινίες και "καρφίδες" (τσιμπιδάκια) και τους έκαναν διάφορα χτενίσματα. Αρκετές κοπέλες έκαναν χωρίστρα στη μέση και είχαν τα μαλλιά τους δεμένα πίσω με κορδέλα, που την έλεγα σφενδόνην, επειδή το σχήμα της θύμιζε σφεντόνα. Άλλες υιοθετούσαν τον κόρυμβον, δηλαδή τον κότσο, που σχηματιζόταν στην κορυφή του κεφαλιού, με το μάζεμα όλων των μαλλιών. Άλλες είχαν κοντές αφέλειες στο μέτωπο, άλλες έφτιαχναν μόνες τους μπούκλες, κατσαρώνοντάς τις με πυραχτωμένα σιδερένια εργαλεία. Σε πολλές άρεσε να δένουν τα μαλλιά τους με χρωματιστές κορδέλες, στηριγμένες στο μέτωπό τους μ’ ένα κόσμημα, τον κάλυκα, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα μετάλλινο κουμπί. Στις ελεύθερες γυναίκες τα κοντά μαλλιά ήταν σημάδι πένθους. Οι δούλες είχαν τα μαλλιά τους πάντοτε κομμένα κοντά.


      Το κόψιμο των μαλλιών στη  Σπάρτη
Για να κατανοήσουμε τη σημασία και το συμβολισμό της κόμης των γυναικών της Σπάρτη για την κοινωνία τους πρέπει να την τοποθετήσουμε στο πλαίσιο των σπαρτιατικών θεσμών. Ο γάμος στη Σπάρτη γινόταν με αρπαγή της νύφης, ο οποίος έμενε κρυφός μέχρι ο γαμπρός να είναι στην κατάλληλη ηλικία των τριάντα ετών για να νυμφευθεί. Κατά την αρπαγή η νύφη μεταφέρονταν στο σπίτι του γαμπρού και η νυμφεύτρια την κούρευε γουλί και την μεταμφίεζε σε άνδρα (Πλούταρχος, Λυκούργος,15.9). Το κόψιμο των μαλλιών  της νύφης ερμηνεύεται ως πρακτική με σκοπό να μπερδέψει τα πνεύματα του κακού. Μία άλλη ερμηνεία που δίνεται είναι ότι η κοπή των μαλλιών της νύφης σηματοδοτούσε την αρχή της μεταμόρφωσης της, από παρθένο σε νόμιμη σύζυγο. Ποτέ πια ξανά δεν επιτρέπονταν να αφήσει τα μαλλιά της μακριά στην έγγαμη ζωή.

     Υποδήματα

Οι αρχαίοι σπάνια φορούσαν κλειστά υποδήματα. Προτιμούσαν τα σανδάλια, καθώς σκοπός τους ήταν η προστασία από το έδαφος και η διατήρηση των ποδιών καθαρών. Τα σανδάλια ήταν επίσης ο συνηθέστερος τύπος υποδημάτων, τα οποία φορούσαν οι γυναίκες  στο σπίτι. Τα ελληνικά σανδάλια διέφεραν από τα αρχαία αιγυπτιακά ως προς το ότι τα ελληνικά διέθεταν ένα πλήθος από λουρίδες τις οποίες στερέωναν με ασφάλεια στο πόδι. Οι πλούσιοι ήταν αυτοί που φορούσαν δερμάτινα σανδάλια, ενώ οι φτωχοί φορούσαν αυτά με τους ξύλινους πάτους. Το επάνω μέρος των σανδαλιών ήταν συνήθως από δέρμα χρωματιστό, πιθανόν από αίγα. Οι σόλες ήταν από δέρμα βοοειδών και μάλιστα καλύτερης ποιότητας και αποτελούνταν από πολλές στρώσεις. Οι πηγές αναφέρουν ότι πλούσιοι πολίτες, όπως ο Αλκιβιάδης και ο Ιφικράτης δημιουργούσαν μόδα με τα σανδάλια τους, καθώς και ότι συχνά οι δούλοι κουβαλούσαν τα υποδήματα των κυρίων τους.



Η αρχαία αγγειογραφία, καθώς και οι σχετικές πηγές μας παρέχουν ένα πλήθος πληροφοριών σχετικά με τα  βασικά είδη υποδημάτων της αρχαιότητας  όπως τα σανδάλια, αποτελούμενα από τη σόλα η οποία συγκρατούνταν με ιμάντες στο πόδι, τα καθαυτό υποδήματα που κάλυπταν το πόδι μέχρι τον αστράγαλο και τις μπότες που κάλυπταν το πόδι μαζί με την κνήμη. Ανάμεσα σ' αυτούς τους βασικούς τύπους υπήρχαν ενδιάμεσα σχέδια σε μεγάλη ποικιλία. 

Αναλυτικότερα, τα υποδήματα των αρχαίων Ελλήνων ήταν τα εξής:

·                                 οι κνημίδες, υφασμάτινες, δερμάτινες ή μεταλλικές
·                                 τα «κλειστά» υποδήματα
·                                 μπότες, οι λεγόμενες ενδρομίδες ή εμβάδες
·                                 τα περιμήρια που κάλυπταν τους μηρούς των πολεμιστών
·                                 τα σανδάλια
·                                 οι κόθορνοι
·                                 οι κρηπίδες
Η κρηπίς ήταν ένα υπόδημα κάτι ανάμεσα στο σανδάλι και το χαμηλό παπούτσι και αναφέρεται ότι φοριόταν από τους στρατιώτες. Διέθετε καρφιά και θεωρούνταν ένα σχετικά «άξεστο» υπόδημα. Τη φορούσαν κυρίως οι στρατιώτες, οι κυνηγοί και οι οδοιπόροι, συχνά πάνω από τις κάλτσες.
Ο κόθορνος φοριόταν συχνά από γυναίκες και άνδρες. Ήταν ένα κλειστό υπόδημα χωρίς σόλα, φτιαγμένο από τόσο μαλακό δέρμα που ταίριαζε και στα δύο πόδια. Ο κόθορνος ανήκε επίσης και στην ενδυμασία των τραγικών ηθοποιών. Θεωρούνταν μάλιστα ως το υπόδημα που ανακαλύφθηκε από τον Αισχύλο για την αύξηση του ύψους των θεών στις θεατρικές παραστάσεις, καθώς διέθετε υψηλή σόλα.
Η ενδρομίς ή εμβάς ήταν μία μπότα που φοριόταν κυρίως στο κυνήγι ή από τους ιππείς, ανοιχτή στα πλάγια μέχρι κάτω και με ιμάντες για να κλείνει.
Τα χρωματιστά κόκκινα, κίτρινα ή λευκά υποδήματα φοριόταν από άντρες και γυναίκες παράλληλα. Σόλες από φελλό ή τσόχα φοριόταν μόνο από εταίρες. Στα δείπνα οι συμμετέχοντες έβγαζαν τα υποδήματά τους.
Σε μία κύλικα του 6ου αιώνα απεικονίζεται υποδηματοποιός που χρησιμοποιεί μαχαίρι σε σχήμα μισοφέγγαρου. Στους τοίχους κρέμονται καλαπόδια καθώς και ένα ακόμη μαχαίρι. Σε έναν αμφορέα της ίδιας εποχής απεικονίζεται στο υποδηματοποιείο ο πελάτης να στέκεται όρθιος επάνω στον πάγκο εργασίας του τεχνίτη, πατώντας πάνω στο δέρμα στο οποίο αποτυπώνεται το περίγραμμα του ποδιού του για να κοπεί η σόλα στο νούμερό του. Ραβδιά για μέτρημα χρησιμοποιούνταν από τότε, όπως και σήμερα.
Μερικοί κομψευόμενοι στόλιζαν τα υποδήματά τους με χρυσό και ασήμι. Τα μαύρα υποδήματα τα στίλβωναν με σφουγγάρι. Οι ψημένοι άνθρωποι της παλιάς σχολής, όπως ο Σωκράτης ή ο Φωκίωνας, γυρνούσαν ξυπόλητοι και στους δρόμους. Ο Σωκράτης δεν φορούσε υποδήματα ούτε το χειμώνα. Η περιβολή των Αθηναίων συμπληρωνόταν με ένα δαχτυλίδι κι ένα ραβδί. Τα δαχτυλίδια με γλυφές χρησιμοποιούνταν και σαν κόσμημα και σαν σφραγίδα. Μερικοί φορούσαν μάλιστα πολλά δαχτυλίδια. Το ραβδί ήταν ένα εξάρτημα απόλυτα υποχρεωτικό, η τελευταία λέξη της κομψότητας που ολοκλήρωνε την εμφάνιση ενός σεβαστού Αθηναίου.

Ένα αρχαίο  υποδηματοποιείο
Το ανάγλυφο απεικονίζει μία σκηνή μέσα από το υποδηματοποιείο. Στο δεξιό τμήμα του αναγλύφου διακρίνονται δύο μορφές που εργάζονται πίσω από ένα πάγκο και δίπλα σ' αυτές είναι καθισμένος κατ' ενώπιον ένας νέος άνδρας που εργάζεται πάνω σ' ένα σανδάλι. Στο αριστερό άκρο της παράστασης ένας ηλικιωμένος φαλακρός, γενειοφόρος άνδρας σηκώνει το χέρι του προς το δοκάρι που διατρέχει το ανάγλυφο στην επάνω πλευρά στο οποίο απεικονίζονται πολλά σανδάλια κρεμασμένα σε καρφιά. Στα πόδια του ηλικιωμένου άνδρα κάθεται ένα μικρό αγόρι που κόβει λωρίδες από δέρμα. Η παράσταση απεικονίζει τρεις γενιές ανθρώπων να εργάζονται σ' ένα μικρό εργαστήριο υποδηματοποιίας. Κάτω από το ανάγλυφο υπάρχει αναθηματική επιγραφή: «ο Διονύσιος ο υποδηματοποιός, γιος του [?]ωνος, και τα παιδιά του το αφιερώνουν στον ήρωα Καλλιστέφανον»  




ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ
Η μεγαλύτερη παραγωγή κοσμημάτων παρατηρήθηκε στην Μακεδονία, όπου υπήρχαν χρυσωρυχεία με μεγάλη παραγωγή. Οι αρχαίοι έλληνες θεωρούνται ως ο λαός που φορούσε τα περισσότερα κοσμήματα. Φορούσαν  κοσμήματα σε δημόσιες εμφανίσεις, σε κοινωνικά και θρησκευτικά δρώμενα. Σε αντίθεση με άλλους λαούς που μόνο λίγες τάξεις είχαν αυτό το προνόμιο το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού φορούσε κοσμήματα χρησιμοποιώντας ορυκτά, οργανικά στοιχεία, χαλκό, ασήμι, χρυσό.  Η ενδυμασία συμπληρωνόταν με κοσμήματα, όπως χρυσά σπειροειδή σκουλαρίκια ("ενώτια"), χρυσά περιδέραια, διαδήματα, βραχιόλια που τα φορούσαν στο πάνω μέρος του βραχίονα, δαχτυλίδια Έχουν βρεθεί κολιέ, σκουλαρίκια, μενταγιόν, καρφίτσες, βραχιόλια, περιβραχιόνια, ζώνες, δαχτυλίδια, στεφάνια και άλλα περίτεχνα στολίδια των μαλλιών. Τα φυτικά και ζωικά μοτίβα κυριαρχούσαν  και πολύ συχνά το θέμα ήταν εμπνευσμένο από τους 12 θεούς. Τα σκουλαρίκια με το φτερωτό Ερμή, οι καρφίτσες με την Αφροδίτη και τον γιό της, Έρωτα και ο αετός του Δία ήταν πολύ δημοφιλή σχέδια στην αρχαία Ελλάδα.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου